φιλόπολις

φιλόπολις
-ι, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλόπτολις Α
(λόγιος τ.) αυτός που αγαπά την πόλη στην οποία γεννήθηκε, την ιδιαίτερη πατρίδα του
αρχ.
1. (γενικά) αυτός που αγαπά την πόλη, που τού αρέσει η πόλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπολι
η αγάπη προς την πόλη, προς την πατρίδα
3. φρ. «φιλόπολις ἀρετή» — η αρετή τής φιλοπατρίας (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πόλις / πτόλις (πρβλ. βραχύ-πολις / βραχύ-πτολις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλόπολις — loving the city masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόλεις — φιλόπολις loving the city masc/fem nom/voc pl (attic epic) φιλόπολις loving the city masc/fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόλιδας — φιλόπολις loving the city masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόλιδες — φιλόπολις loving the city masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόλιδος — φιλόπολις loving the city masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόλιες — φιλόπολις loving the city masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπολι — φιλόπολις loving the city masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπολιν — φιλόπολις loving the city masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπτολιν — φιλόπολις loving the city masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπτολις — φιλόπολις loving the city masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”